Τραχίνιοι

Τραχίνιοι
Τραχί̱νιοι , Τραχίνιος
the people of T.
masc nom/voc pl
Τρᾱχίνιοι , Τραχίς
the people of T.
masc nom/voc pl
Τρᾱχίνιοι , Τραχίς
the people of T.
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • МАЛИИ —    • Malienses,          Μαλιει̃ς, Μηλιει̃ς, народ в южной части Фессалии при заливе, который поэтому и назывался Малийским; отличался храбростью и опытностью в войне; особенно же славились малийские пращники и копейщики. Они разделялись, подобно …   Реальный словарь классических древностей

  • τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”